ψιλοχάραγος

ψιλοχάραγος
η , ο имеющий тонкие черты лица

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ψιλοχάραγος" в других словарях:

  • ψιλοχάραγος — η, ο, Ν αυτός που έχει χαραχθεί με λεπτότητα, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό * + χάραγος (< χαράσσω), πρβλ. καλο χάραγος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»